-
1 συνεδρία
συνεδρ-ία, ἡ,A sitting together, of birds from whose position favourable omens were drawn, A.Pr. 492 (pl); τὰς διεδρείας (v.l. διέδρας, διεδρίας) καὶ τὰς συνεδρείας (v.l. συνεδρίας)οἱ μάντεις λαμβάνουσι· δίεδρα μὲν τὰ πολέμια τιθέντες, σύνεδρα δὲ τὰ εἰρηνεύοντα πρὸς ἄλληλα Arist.HA 608b28
, cf. EE 1236b10. (The form συνεδρία [ῐ] is corroborated by the metre in A. l.c., and should perh. be restd. in Arist. ll. cc.; but cf. συνεδρεία.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεδρία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский